- αιτηματώδης
- αἰτηματώδης, -ες (Α) [αἴτημα]ο όμοιος με αίτημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰτηματῶδες — αἰτηματώδης question begging masc/fem voc sg αἰτηματώδης question begging neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίτημα — Ό,τι ζητά κανείς, η απαίτηση. (Μαθημ., Φυσ.) Θεμελιώδης πρόταση που μπορεί με τη βοήθεια υποθέσεων και ορισμών να χρησιμεύσει ως βάση για την οικοδόμηση μιας θεωρίας ή για την εξήγηση μιας σειράς πράξεων ή φαινομένων. Το α., σε αντίθεση με το… … Dictionary of Greek